μετεωρίτες

μετεωρίτες
Θραύσματα στερεού υλικού, αστρικής προέλευσης, που περνούν από την πλησιόχωρο περιοχή της Γης ή πέφτουν πάνω στην επιφάνειά της. Η υψηλή θερμοκρασία (μέχρι 25000 C) που αναπτύσσεται, αποτέλεσμα της μεγάλης ταχύτητας με την οποία διασχίζουν την ατμόσφαιρα, κάνει τους μ. να αναφλέγονται, δημιουργώντας φωτεινά φαινόμενα, που ονομάζονται διάττοντες αστέρες. Οι διαστάσεις των μ. ποικίλλουν. Έτσι, οι μικρομετεωρίτες, δηλαδή κόκκοι κοσμικής σκόνης έχουν βάρος μόλις μερικά χιλιοστόγραμμα, ενώ άλλοι είναι τεράστιοι ογκόλιθοι, συχνά αρκετών τόνων βάρους. Οι μικρότεροι θραύονται κατά κανόνα σε ύψη μεγαλύτερα των 60 χλμ. και μετατρέπονται σε λεπτότατη σκόνη· αυτοί που φθάνουν στην επιφάνεια της Γης εμφανίζονται σκεπασμένοι από ένα τετηγμένο επίχρισμα, εμφανέστερο στο ανώτερο τμήμα τους, που είναι πιο εκτεθειμένο στην τριβή με την ατμόσφαιρα. Οι μ. που έχουν αξιόλογο όγκο ονομάζονται γενικά βολίδες και εμφανίζουν έντονα φωτεινά φαινόμενα, ενώ σχεδόν πάντα προσεγγίζουν τα πιο χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας, μερικές φορές και την επιφάνεια της Γης, όπου, τις περισσότερες φορές, εκρήγνυνται εκσφενδονίζοντας θραύσματα σε μεγάλη ακτίνα. Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με τη μεταβολή των συστατικών των μ., εξαιτίας της υπερθέρμανσης από την τριβή, απέδειξαν ότι η θερμότητα επενεργεί μόνο στα επιφανειακά στρώματα (γύρω στο 1 εκ.) και ότι η εσωτερική μάζα παραμένει αναλλοίωτη. Ανάλογα με τη χημική και ορυκτολογική τους σύσταση, οι μ. κατατάσσονται σε ολοσιδερίτες, όταν αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από μέταλλα ή κράματα μετάλλων (σίδηρος και νικέλιο), σε συσσιδερίτες, που αποτελούνται από μια δικτυωτή μάζα νικελιούχου σιδήρου, διάσπαρτη από άλλα ορυκτά και ιδιαίτερα από κόκκους ολιβίνης, σε σποραδοσιδερίτες, οι συνηθέστεροι, με όψη λιθώδη και κοκκώδη δομή, που αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από πυριτικές ενώσεις του μαγνησίου και του σιδήρου (ολιβίνης), ενώ οι κόκκοι σιδήρου και νικελίου, που βρίσκονται διασκορπισμένοι μέσα στη μάζα τους, προσδίδουν ένα χρώμα κίτρινο σαν σκουριά, και σε ασιδερίτες μαύρου χρώματος, που αποτελούνται αποκλειστικά από λιθώδη μάζα και ανθρακούχες ουσίες. Χαρακτηριστική είναι η δομή των μεταλλικών μ., στα πλαίσια της οποίας σε μία τομή του ορυκτού και ύστερα από επεξεργασία της επιφάνειάς του με οξύ, φανερώνονται, στο εσωτερικό αυτού του μετεωρικού σιδήρου, γραμμικά και πολυγωνικά σχήματα (που καλούνται σχήματα του Βίντμανσταιτεν) τα οποία είναι δυνατό να εντοπιστούν και στο γήινο σίδηρο, εφόσον υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία. Οι μ. μελετήθηκαν επισταμένα τα τελευταία χρόνια από διάσημους αστρονόμους. Ο γιγάντιος κρατήρας που δημιούργησε ένας μετεωρίτης κατά την πτώση του στο Κάνιον του Διαβόλου, στην πολιτεία της Αριζόνα των ΗΠΑ? έχει βάθος 183 μ. και διάμετρο πάνω από 1 χλμ. Θραύσμα μετεωρίτη, βάρους 618 γρ. που βρέθηκε κοντά στο Κάνιον του Διαβόλου, στην Αριζόνα των ΗΠΑ. Ένα κομμάτι βάρους 90 γρ., μετεωρικής προέλευσης, που βρέθηκε στη Σιβηρία, κοντά στον ποταμό Σίλμε. Φωτογραφία του βόρειου Μεξικού και των νοτιοδυτικών ΗΠΑ από δορυφόρο, σε ύψος 140 χλμ. Φωτογραφίες από μεγάλα ύψη βοηθούν κυρίως τη μετεωρολογική έρευνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • διάττω — διᾴττω (Α) [αΐσω] διαΐσσω, εκτινάσσομαι, αναπηδώ || αστρον. (και νεοελλ.) «διάττοντες αστέρες» ή ως ουσ. «διάττοντες» (AM διάττοντες) βλ. μετεωρίτες …   Dictionary of Greek

  • ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • μετεωριτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μετεωρίτες 2. το θηλ. ως ουσ. η μετεωριτική (αστρον. γεωλ.) επιστημονικός κλάδος που ως αντικείμενό του έχει τη μελέτη τών μετεώρων και τών μετεωριτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”